- κότσυφας
- Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών.
Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει κίτρινο ράμφος και το θηλυκό μαύρο· φέρουν σκούρο καστανόμαυρο φτέρωμα στην άνω επιφάνεια του σώματος και γκριζωπό στην κοιλιά. Στο τέλος του φθινοπώρου οι κ. που ζουν στις βορειότερες περιοχές μεταναστεύουν προς τον νότο.
Ένα είδος κάπως μεγαλύτερο και πιο λεπτόσωμο είναι ο κ. ο λευκόστερνος ή κοτσυφότσιχλα (Turdus torquatus), με κύριο χρώμα σκούρο καστανόμαυρο και με λευκό στέρνο. Το είδος αυτό είναι διαδεδομένο κυρίως στη δυτική Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και στο Ιράν. Ενώ ο μαύρος κ. γεννά δύο (ακόμη και τρεις) φορές ετησίως, ο λευκόστερνος γεννά μόνο μία φορά τον χρόνο.
Ο μαύρος κότσυφας (Τurdus merula) είναι στρουθιόμορφο πουλί διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη.
* * *και κότσυφος και κόσσυφος και κόσσουβας και κότουφος και κότουφας, ο (ΑM κόσσυφος, Α και κόσσυκος και αττ. τ. κόττυφος, Μ και κόσσυβας και κόσσυφας)ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφου πτηνού τού είδους Turdus merula, που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια turdidae ή muscicapidae («τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίνὁ μὲν ἕτερος μέλας τε καὶ πανταχοῡ ὤν, ὁ δὲ ἕτερος λευκός, τὸ δὲ μέγεθος ἴσος ἐκείνῳ», Αριστοτ.)αρχ.1. (στην Τανάγρα) ιδιόμορφο είδος πετεινού2. είδος θαλάσσιου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος].
Dictionary of Greek. 2013.